- χαλαρίαση
- η, Νιατρ. σπάνια δερματομυκητίαση που προκαλείται στον οργανισμό από τον μύκητα Chalara pyogenes.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαρός + κατάλ. -ίαση*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλάρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ.) του νομού Καστοριάς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (12 τ. χλμ.). * * * (I) ἡ, Α [χαλαρός] (κατά τον Ησύχ.) «ἅλυσις». (II) η, Ν (μυκητ.) γένος υφομυκήτων τού οποίου ένα είδος προκαλεί τη νόσο χαλαρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek